τιτθεύσασαν

τιτθεύσασαν
τιτθεύσᾱσαν , τιτθεύω
to be a nurse
aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιτθεύω — Α [τίτθη] 1. είμαι τροφός 2. (μτβ.) α) θηλάζω β) (κατ* επέκτ.) ανατρέφω («οἳ ἴσασι δήπου τίς οὖσά ποθ ἡ μήτηρ ἐτίτθευσεν αὐτόν», Δημοσθ.) γ) μτφ. (για την πατρίδα) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει και να αναδειχθεί («καὶ τήν γε τὸν...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”